- τεκμορεύω
- τεκμορ-εύω,A give the sign of loyalty, CR19.420, JHS 32.123, al. (Antioch in Pisidia), Supp.Epigr.2.750 ([place name] Pisidia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεκμορεύω — Α εκδηλώνω την αφοσίωσή μου σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος κατά τη ρωμαϊκή εποχή από τον αρχ. τ. τέκμωρ (βλ. λ. τέκμαρ), ο οποίος, όμως, δεν εμφανίζει τ. με το αδύνατο θ. σε ο ] … Dictionary of Greek